συγχρηματισμός
English (LSJ)
ὁ,
A agreement, POxy.237 iv 26 (ii A.D.).
Greek Monolingual
ὁ, Α συγχρηματίζω
συμφωνία, συνεννόηση.
Greek Monolingual
ὁ, Α συγχρηματίζω
συμφωνία, συνεννόηση.
ὁ,
A agreement, POxy.237 iv 26 (ii A.D.).
ὁ, Α συγχρηματίζω
συμφωνία, συνεννόηση.
ὁ, Α συγχρηματίζω
συμφωνία, συνεννόηση.