συμπροσμείγνυμι

Revision as of 08:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

intr.,

   A to be in company with, συμπροσέμειξα τῷ ἀνδρί Pl.Tht.183e.

Greek Monolingual

Α
συναναστρέφομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + προσμ(ε)ίγνυμι «συναναστρέφομαι»].

Greek Monolingual

Α
συναναστρέφομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + προσμ(ε)ίγνυμι «συναναστρέφομαι»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-προσμείγνυμι [σύν, προσμείγνυμι] in contact komen met, omgaan met met dat.