συμπροσμείγνυμι

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπροσμείγνῡμι Medium diacritics: συμπροσμείγνυμι Low diacritics: συμπροσμείγνυμι Capitals: ΣΥΜΠΡΟΣΜΕΙΓΝΥΜΙ
Transliteration A: symprosmeígnymi Transliteration B: symprosmeignymi Transliteration C: symprosmeignymi Beta Code: sumprosmei/gnumi

English (LSJ)

intr., to be in company with, συμπροσέμειξα τῷ ἀνδρί Pl.Tht.183e.

Greek Monolingual

Α
συναναστρέφομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + προσμ(ε)ίγνυμι «συναναστρέφομαι»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-προσμείγνυμι [σύν, προσμείγνυμι] in contact komen met, omgaan met met dat.