συναναστρέφομαι

From LSJ

περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue

Source

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και ενεργ
τ. συναναστρέφω ΜΑ
έχω σχέσεις με κάποιον, συναντώμαι συχνά και φιλικά με κάποιον, κάνω παρέα (α. «συναναστρέφεται με καλό κόσμο» β. «τοῖς τηλικούτοις ἐρασταὶ τῶν εὐδοκίμων νέων συνανεστρέφοντο», Πλούτ.)
μσν.-αρχ.
μέσ. (σχετικά με την ενανθρώπιση του Χριστού) ζω ανάμεσα στους ανθρώπους («ἐπὶ τῆς γῆς ὤφθη καὶ τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη», Δαμασκ. Ι.)
αρχ.
1. ενεργ. γυρίζω προς τα πίσω μαζί με κάποιον («εἶτα συνανέστρεφον ἅπαντες ἀνακαλούμενοι Καίσαρα καὶ γυμνὰ τὰ ξίφη προϊσχόμενοι», Πλούτ.)
2. μέσ. παλεύω, αγωνίζομαι με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναστρέφομαι «συμπεριφέρομαι, τριγυρνώ»].