συναναστρέφομαι
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και ενεργ
τ. συναναστρέφω ΜΑ
έχω σχέσεις με κάποιον, συναντώμαι συχνά και φιλικά με κάποιον, κάνω παρέα (α. «συναναστρέφεται με καλό κόσμο» β. «τοῑς τηλικούτοις ἐρασταὶ τῶν εὐδοκίμων νέων συνανεστρέφοντο», Πλούτ.)
μσν.-αρχ.
μέσ. (σχετικά με την ενανθρώπιση του Χριστού) ζω ανάμεσα στους ανθρώπους («ἐπὶ τῆς γῆς ὤφθη καὶ τοῑς ἀνθρώποις συνανεστράφη», Δαμασκ. Ι.)
αρχ.
1. ενεργ. γυρίζω προς τα πίσω μαζί με κάποιον («εἶτα συνανέστρεφον ἅπαντες ἀνακαλούμενοι Καίσαρα καὶ γυμνὰ τὰ ξίφη προϊσχόμενοι», Πλούτ.)
2. μέσ. παλεύω, αγωνίζομαι με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναστρέφομαι «συμπεριφέρομαι, τριγυρνώ»].
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και ενεργ
τ. συναναστρέφω ΜΑ
έχω σχέσεις με κάποιον, συναντώμαι συχνά και φιλικά με κάποιον, κάνω παρέα (α. «συναναστρέφεται με καλό κόσμο» β. «τοῑς τηλικούτοις ἐρασταὶ τῶν εὐδοκίμων νέων συνανεστρέφοντο», Πλούτ.)
μσν.-αρχ.
μέσ. (σχετικά με την ενανθρώπιση του Χριστού) ζω ανάμεσα στους ανθρώπους («ἐπὶ τῆς γῆς ὤφθη καὶ τοῑς ἀνθρώποις συνανεστράφη», Δαμασκ. Ι.)
αρχ.
1. ενεργ. γυρίζω προς τα πίσω μαζί με κάποιον («εἶτα συνανέστρεφον ἅπαντες ἀνακαλούμενοι Καίσαρα καὶ γυμνὰ τὰ ξίφη προϊσχόμενοι», Πλούτ.)
2. μέσ. παλεύω, αγωνίζομαι με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναστρέφομαι «συμπεριφέρομαι, τριγυρνώ»].
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο