συνδίκως

From LSJ
Revision as of 04:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358

French (Bailly abrégé)

adv.
selon le droit, justement.
Étymologie: σύνδικος.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξυνδίκως Α
επίρρ. συγχρόνως, ταυτόχρονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνδικος + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξυνδίκως Α
επίρρ. συγχρόνως, ταυτόχρονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνδικος + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Russian (Dvoretsky)

συνδίκως: (ῐ) справедливо, по справедливости Aesch.