σφουγγαρίστρα
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
Greek Monolingual
η, Ν
1. όργανο καθαρισμού του πατώματος που μοιάζει με σκούπα
2. γυναίκα ασχολούμενη με το σφουγγάρισμα δαπέδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφουγγαρίζω + κατάλ. -τρα (πρβλ. κουδαρίστρα)].