ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
και διαλ. τ. σφογγαρίζω Ν σφουγγάρι
1. καθαρίζω επιφάνεια με σφουγγάρι
2. πλένω δάπεδο με σφουγγαρόπανο ή με σφουγγαρίστρα
3. συνεκδ. καθαρίζω επιφάνεια με οποιοδήποτε μέσο.