χειρομαχία

Revision as of 14:53, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἡ,

   A manual labour, Eust.1716.3.

German (Pape)

[Seite 1346] ἡ, Handarbeit, Eustath.

Greek (Liddell-Scott)

χειρομᾰχία: ἡ, τῆς χειρὸς ἐργασία, Εὐστ. 1716, 4.

Greek Monolingual

ἡ, Μ χειρομάχος
(σχετικά με φυτά) η καλλιέργεια από ανθρώπινα χέρια («αὐτοφυῶς καὶ οὐκ ἀπὸ χειρομαχίας», Ευστ.).