τζαγκάριος
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
English (LSJ)
ὁ,
A maker of τζάγγαι, PLond.5.1708.89 (vi A.D.); also [τ]σανγάριος (accus. -άριν) MAMA3.89 (Diocaesarea); and σαγγάριος (q.v.).
Greek Monolingual
ὁ, Μ
βλ. τζαγγάριος.