χειμωνιάτικος
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. χειμερινός
2. (για ρούχα) κατάλληλος για τον χειμώνα
3. (για φρούτα) αυτός που εμφανίζεται τον χειμώνα
4. (σπάν.) (για πρόσ.) αυτός που εμφανίζεται με χειμερινή αμφίεση («πολύ χειμωνιάτικος ήλθες σήμερα)
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα χειμωνιάτικα
ρούχα ή στρωσίδια για τον χειμώνα.
επίρρ...
χειμωνιάτικα Ν
στη μέση του χειμώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειμώνας + κατάλ. -ιάτικος (πρβλ. καλοκαιρ-ιάτικος)].