τροχαδάριος
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
English (LSJ)
ὁ, (τροχάς)
A shoemaker, IG3.3463.
Greek Monolingual
ὁ, Α
υποδηματοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχάς, άδος + κατάλ. -άριος (< λατ. κατάλ. -arius)].