τραπεζία
From LSJ
τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head
English (LSJ)
ἡ, A = τραπεζοποιία (which shd. perh. be read), Thphr.HP 3.10.1.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰπεζία: ἡ, ἀμφίβ. γραφ. ἀντὶ τραπεζιτεία, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 3. 10, 1.
Greek Monolingual
ἡ, Α τράπεζα
πιθ. κατασκευή τραπεζών («χρήσιμον ἔχει τὸ ξύλον πρὸς πολλὰ...εἰς τραπεζίαν», Θεόφρ.).