φραγγέλιο
From LSJ
Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς προσδέχου συμβουλίαν → Tu non nisi a prudente consilium pete → Von einem weisen Mann nur nimm Beratung an
Greek Monolingual
το / φραγγέλιον, ΝΜΑ, και φραγέλιον και φραγέλλιον ΜΑ
μαστίγιο από πλεγμένα σχοινιά ή λουριά (α. «σέ δέρνουν ποια φραγγέλια, καρδιά!», Παλαμ.
β. «καὶ ποιήσας φραγγέλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῡ», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. flagellum «μαστίγιο», με προληπτική ανομοίωση του υγρού -l-].