σχοινίων

From LSJ

Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχοινίων Medium diacritics: σχοινίων Low diacritics: σχοινίων Capitals: ΣΧΟΙΝΙΩΝ
Transliteration A: schoiníōn Transliteration B: schoiniōn Transliteration C: schoinion Beta Code: sxoini/wn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, a bird, perhaps
A = sxoini/ (k) los, Arist.HA610a8.
II an effeminate air on the flute, Plu.2.1132d,1133a, Poll.4.65,79.

German (Pape)

[Seite 1057] ωνος, ὁ, 1) = σχοίνικλος, Arist. H. A. 9, 1. – 2) eine weichliche Melodie auf der Flöte, Hesych.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
sorte de mélodie langoureuse sur la flûte.
Étymologie: σχοῖνος.

Russian (Dvoretsky)

σχοινίων: ωνος ὁ
1 Arst. = σχοινίκλος;
2 нежный напев на свирели Plut.

Greek (Liddell-Scott)

σχοινίων: -ωνος, ὁ, πτηνόν τι, ἴσως Motarilla silicaria, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 27, πρβλ. σχοινίκλος. ΙΙ. ἐκτεθηλυμμένη τις μελῳδία διὰ τοῦ αὐλοῦ παιζομένη, Πλούτ. 2. 1132C, 1. 33Α, Πολυδ. Δ΄, 65, 79.

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, Α
1. είδος πτηνοῦ, πιθ. η σουσουράδα, σχοινίκλος
2. είδος νωχελικού μουσικού ρυθμού που παιζόταν με τη συνοδεία αυλού και του οποίου επινοητής θεωρείται ο Αργείος ποιητής Σακάδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + επίθημα -ίων (πρβλ. χλωρίων)].

Greek Monotonic

σχοινίων: -ωνος, ὁ,
I. είδος πτηνού, πιθ. το Motacilla salicaria, το οποίο απαντά σε καλαμώνες, σουσουράδα, σε Αριστ.
II. εκθηλυσμένη, θηλυπρεπής μελωδία που εκτελείται με αυλό, σε Πλούτ.

Middle Liddell

σχοινίων, ωνος, ὁ,
I. the sedge-bird, Arist.
II. an effeminate air on the flute, Plut.