σχοινίων
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ωνος, ὁ, a bird, perhaps
A = sxoini/ (k) los, Arist.HA610a8.
II an effeminate air on the flute, Plu.2.1132d,1133a, Poll.4.65,79.
German (Pape)
[Seite 1057] ωνος, ὁ, 1) = σχοίνικλος, Arist. H. A. 9, 1. – 2) eine weichliche Melodie auf der Flöte, Hesych.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ) :
sorte de mélodie langoureuse sur la flûte.
Étymologie: σχοῖνος.
Russian (Dvoretsky)
σχοινίων: ωνος ὁ
1 Arst. = σχοινίκλος;
2 нежный напев на свирели Plut.
Greek (Liddell-Scott)
σχοινίων: -ωνος, ὁ, πτηνόν τι, ἴσως Motarilla silicaria, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 27, πρβλ. σχοινίκλος. ΙΙ. ἐκτεθηλυμμένη τις μελῳδία διὰ τοῦ αὐλοῦ παιζομένη, Πλούτ. 2. 1132C, 1. 33Α, Πολυδ. Δ΄, 65, 79.
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, Α
1. είδος πτηνοῦ, πιθ. η σουσουράδα, σχοινίκλος
2. είδος νωχελικού μουσικού ρυθμού που παιζόταν με τη συνοδεία αυλού και του οποίου επινοητής θεωρείται ο Αργείος ποιητής Σακάδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + επίθημα -ίων (πρβλ. χλωρίων)].
Greek Monotonic
σχοινίων: -ωνος, ὁ,
I. είδος πτηνού, πιθ. το Motacilla salicaria, το οποίο απαντά σε καλαμώνες, σουσουράδα, σε Αριστ.
II. εκθηλυσμένη, θηλυπρεπής μελωδία που εκτελείται με αυλό, σε Πλούτ.
Middle Liddell
σχοινίων, ωνος, ὁ,
I. the sedge-bird, Arist.
II. an effeminate air on the flute, Plut.