χαριτοκόσμητος

Revision as of 12:05, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek (Liddell-Scott)

χᾰριτοκόσμητος: -ον, ὁ κεκοσμημένος ὑπὸ τῶν Χαρίτων, Μανασ. Χρον. 2623.

Greek Monolingual

-ον, Μ
στολισμένος από τις Χάριτες ή προικισμένος με χάρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -κόσμητος (< κοσμητός < κοσμῶ), πρβλ. εὐκόσμητος].