υψίθρονος
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
Greek Monolingual
-ον, Α
(για θεό) αυτός που έχει τον θρόνο του ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + θρόνος (πρβλ. ἀρχίθρονος)].