Πρὸς εὖ λέγοντας οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω → Loquenti bene, quod contradicam, habeo nihil → Wenn einer gut spricht, kenn' ich keinen Widerspruch
-ον, Αυπεροπτικός, αλαζόνας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. μεγαλοκάρδιος].