μεγαλοκάρδιος
From LSJ
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
Greek Monolingual
μεγαλοκάρδιος, -ία, -ον (Μ)
θαρραλέος, γενναίος.
επίρρ...
μεγαλοκαρδίως (Μ)
μεγαλόκαρδα, μεγαλόψυχα.
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
μεγαλοκάρδιος, -ία, -ον (Μ)
θαρραλέος, γενναίος.
επίρρ...
μεγαλοκαρδίως (Μ)
μεγαλόκαρδα, μεγαλόψυχα.