τετράμφοδον
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
=
A quadrivium, Gloss.
Greek Monolingual
τὸ, Α
σταυροδρόμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ἄμφοδον «οδός, δρόμος»].