ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
-ον, Ααυτός που επιβάλλει ποινή πολύ μετά από τη διάπραξη ενός αδικήματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + -ποινος (< ποινή), πρβλ. ἀξιόποινος].