υπονέφελος
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τα σύννεφα
2. (για τον καιρό) νεφελώδης·3. (για ούρα) αυτός που έχει θολερή εμφάνιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -νέφελος (< νεφέλη), πρβλ. περινέφελος].
-ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τα σύννεφα
2. (για τον καιρό) νεφελώδης·3. (για ούρα) αυτός που έχει θολερή εμφάνιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -νέφελος (< νεφέλη), πρβλ. περινέφελος].