χαμαίδρωψ
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
-ωπος, ὁ, Α
χαμαίδρυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. χαμαίδρυς.
ἡ, = χαμαίδρυς, Theophr.