φιλεταιρίς
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
-ίδος, ἡ, Α
1. φιλεταίριον
2. το φυτό ράμνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του φιλεταίριος (ἡ) που εμφανίζει επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. φοινικίς)].