ταχυπαλμία
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
Greek Monolingual
η, Ν
ιατρ. η ταχυκαρδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -παλμία (< παλμός), πρβλ. βραδυπαλμία].
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
η, Ν
ιατρ. η ταχυκαρδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -παλμία (< παλμός), πρβλ. βραδυπαλμία].