ὑποτειχίζω

Revision as of 19:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A build a wall under or so as to intercept, build a crosswall, Th.6.99, App.Ill.19.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτειχίζω: κτίζω τεῖχος ὑποκάτω πρὸς ἀποκλεισμόν, κτίζω τεῖχος ἐγκάρσιον, Θουκ. 6. 99, Ἀππ. Ἰλλυρ. 19.

French (Bailly abrégé)

fortifier au-dessous par un mur, construire un mur de soutien.
Étymologie: ὑπό, τειχίζω.

Greek Monolingual

Α τειχίζω
χτίζω εγκάρσιο τείχος.

Greek Monotonic

ὑποτειχίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, κτίζω τείχος από κάτω για αποκλεισμό ή κατά πλάτος, διαγωνίως, κτίζω ένα εγκάρσιο τείχος, σε Θουκ.