τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
α ou ος, ον :
de Tyndare.
Étymologie: Τυνδάρεος.
-α, -ον, θηλ. και -ος, Α Τυνδάρεος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Τυνδάρεω, μυθικό βασιλιά της Σπάρτης.
Τυνδάρειος: и 2 (ᾰ) тиндареев Eur., Arph.