Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein
σφάττω: νεώτερ. Ἀττικ. ἀντὶ σφάζω, παρατ. ἔσφαττον˙ - ἐνεστὼς σφάσσω δὲν ἀπαντᾷ.
néo-att. c. σφάζω.
NMβλ. σφάζω.
σφάττω: μεταγεν. Αττ. τύπος αντί σφάζω, παρατ. ἔσφαττον.