ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
και τζινιά, η, Ν
κλοτσιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσινώ / τζινώ + κατάλ. -ιά (πρβλ. τσιμπιά)].