τσινιά

From LSJ

ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together

Source

Greek Monolingual

και τζινιά, η, Ν
κλοτσιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσινώ / τζινώ + κατάλ. -ιά (πρβλ. τσιμπιά)].