υπερμάχομαι

From LSJ
Revision as of 16:45, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")

Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht

Menander, Monostichoi, 369

Greek Monolingual

Α μάχομαι
μάχομαι υπέρ κάποιου, υπερμαχώ («ὡσπερεὶ τοὐμοῡ πατρός, ὑπερμαχοῦμαι», Σοφ.).