υπερμαχώ
From LSJ
Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn
Greek Monolingual
ὑπερμαχῶ, -έω, ΝΜΑ
μάχομαι υπέρ κάποιου, αγωνίζομαι για την προάσπιση κάποιου, υπερασπίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -μαχῶ (< -μαχος < μάχομαι), πρβλ. προμαχῶ].