ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγή → deceit of gods by humans
ὑπολάμπω ΝΜΑ λάμπω1. λάμπω αμυδρά («τοῦ μὲν χειμῶνος ὁ ἥλιος εἰς τὰς παστάδας ὑπολάμπει», Ξεν.)2. αρχίζω να λάμπω, να φαίνομαι.