υπολάμπω

From LSJ

Δύσμορφος εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός → Turpi forma esse malim, quam pulcher malus → Ach, wär ich lieber missgeformt als schön und schlecht

Menander, Monostichoi, 117

Greek Monolingual

ὑπολάμπω ΝΜΑ λάμπω
1. λάμπω αμυδρά («τοῦ μὲν χειμῶνος ὁ ἥλιος εἰς τὰς παστάδας ὑπολάμπει», Ξεν.)
2. αρχίζω να λάμπω, να φαίνομαι.