Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
-η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει ήδη φύγει, που έχει αναχωρήσει ή που απουσιάζει
2. φρ. «είναι φευγάτος»
(με ειρωνική σημ.) ζει εκτός πραγματικότητας, ζει στον κόσμο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φεύγω + κατάλ. -άτος (πρβλ. γεμάτος, χορτάτος)].