χορτάτος
From LSJ
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει χορτάσει
2. (κατ' επέκτ.) πλήρης, γεμάτος («και θυμούς χορτάτος μέσ' στα σκότια γνέφη, γέρνει και κοιμάται», Παλαμ.)
3. παροιμ. α) «θέλει και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο» — βλ. πίτα
β) «ο χορτάτος του νηστικού δεν πιστεύει» — βλ. πιστεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορτ-αίνω + κατάλ. -άτος (πρβλ. τρεχάτος, φευγάτος)].