ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
-α, -ικο, Ν(θωπευτ.) φτωχός.[ΕΤΥΜΟΛ. < φτωχός + υποκορ. κατάλ. -ούλης (πρβλ. μικρούλης)].