Δαυχναφόριος
From LSJ
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
Greek Monolingual
Δαυχναφόριος, ο (Α)
πιθ. επίθετο του Απόλλωνος δαφνηφόρου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Κυπριακή λ. < δαύχνα (παράλληλος τ. του δάφνη, που απαντά μόνο σε σύνθετα) + -φόριος < -φόρος < φέρω (πρβλ. δαυχνοφόρος)].