αέσκω

From LSJ
Revision as of 22:05, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn

Menander, Monostichoi, 168

Greek Monolingual

ἀέσκω (Α)
κοιμάμαι, αναπαύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Το ρ. χρησιμοποιείται κυρίως στον αόρ. (ἄεσα < ἄFεσσα;) συνοδευόμενο πάντοτε από τη λ. νύκτα(ς). Ανάγεται πιθανότατα σε ΙΕ ρίζα (a)we- / (a)wes- που σήμαινε αρχικά «μένω, είμαι, περνώ τον καιρό μου, κατοικώ» — πρβλ. αρχ. ινδ. νάς-ati «μένει», γοτθ. wis-an «είναι» κ.λπ.].