αλληλόμορφα

From LSJ
Revision as of 23:13, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source

Greek Monolingual

ή άλληλα ή αλληλικά, τα
(εννοείται γονίδια) (Βιολ.)
εναλλασσόμενες μορφές τών γονιδίων, που κατέχουν την ίδια θέση (genelocus) στα ομόλογα χρωματοσώματα, δηλ. στα κυτταρικά οργανίδια που είναι φορείς του κληρονομικού υλικού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές < αλληλο- + μορφή, πρβλ. αγγλ. allelomorphs].