αλφεσίβοιος
From LSJ
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
Greek Monolingual
ἀλφεσίβοιος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που φέρνει, που προσκομίζει βόδια
2. φρ. «παρθένοι ἀλφεσίβοιαι», αυτές που προσκόμιζαν στους γονείς τους πολλά βόδια από τους μνηστήρες, δηλ. αυτές που θαυμάζονταν από πολλούς, οι πολύφερνες, οι περιζήτητες
«ὕδωρ ἀλφεσίβοιον», αυτό που κάνει γόνιμα τα λιβάδια, ώστε να τρέφονται βόδια (κυρίως για τον ποταμό Νείλο).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλφεσι- (< ἀλφάνω) + -βοιος < βοῦς
για τον σχηματισμό του επιθ. πρβλ. σύνθετα του τύπου τερψίμβροτος.