δάνος Search Google

From LSJ

παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτοspare me this | let this cup pass from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰ́νος Medium diacritics: δάνος Low diacritics: δάνος Capitals: ΔΑΝΟΣ
Transliteration A: dános Transliteration B: danos Transliteration C: danos Beta Code: da/nos

English (LSJ)

(A), [ᾰ], -εος, τό,
A gift, present, Euph.42.
II loan, debt, Call. Epigr.48, PMasp.126.11 (vi A.D.): metaph., ὁ χρόνος ἐστὶ δ. 37.27; πνεῦμα λαβὼν δ. οὐρανόθεν… αὖτ' ἀπέδωκα IG14.2000.

(B), [ᾰ], ὁ, Maced. for θάνατος, Plu.2.22c.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
maced. muerte Plu.2.22c.
• Etimología: De la r. que da lugar a θάνατος q.u., c. la correspondencia δ:θ propia del maced.
-εος, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 don, presente, obsequio σεῦ Archil.129.3, τό ῥά οἱ δ. ὤπασεν Ἕκτωρ Euph.70, Τρίτωνι Κολχὶς ὤπασεν δάνος γυνή, χρυσῷ πλατὺν κρατῆρα κεκροτημένον Lyc.887, cf. 269, 710.
2 préstamo de dinero πολλοὶ ὡς εὕρεμα ἐνόμισαν δάνος = muchos consideran lo prestado como un hallazgo LXX Si.29.4, δότω Σωτήριχος τῶν δανῶν Εὐφροσύνῳ δινάρια ἑκατόν FD 6.15.8 (I d.C.), cf. Vett.Val.40.12, 43.6
en la expr. ἐν δάνει en préstamo c. diversos verbos ἔχειν ἐν δάνει παρὰ Λυσίου ... δραχμὰς ἑκατόν PDura 23.3 (II d.C.), ὁμολογῶ ... ὀφείλειν σοι ἐν δάνει ... δηνάρια ... PYadin 11.3 (II d.C.), cf. PMasp.126.11 (VI d.C.), λαμβάνειν ... ἐν δάνει Ammon.Diff.318
fig. ὁ χρόνος ἐστὶ δ., τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας = la vida es un préstamo, severo es el prestamista de la vida, Anon.Aulod.2.27, πνεῦμα λαβὼν δ. οὐρανόθεν τελέσας χρόνον αὖτ' ἀπέδωκα IUrb.Rom.1326.9 (II/III d.C.), cf. IMEG 75.2 (imper.)
en plu. deudas resultado de un préstamo χειμῶνας μεγάλους ἐξέφυγεν δανέων = sobrevivió a terribles tormentas de deudas Call.Epigr.47.2.
• Etimología: Forma c. suf. -νος (como ἄφενος, κτῆνος) sobre δα- < *d°H3- ‘dar’; cf. en grado pleno δίδωμι < *-deH3- y, c. timbre analóg., las formas en grado ø δόσις, etc.

German (Pape)

[Seite 522] τό, die Gabe, Euphor. fr. 90 bei E. M.; gew. ausgeliehenes Geld, Wucher, Zins, Callim. ep. 51 u. a. Sp. – Aber ὁ δ., macedon, der Tod, Plut. de aud. poet. 5 A.

French (Bailly abrégé)

1εος (τό) :
don, présent.
Étymologie: DELG pê δίδωμι.
2ου (ὁ) :
mot macéd. = θάνατος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δάνος -ους, zonder contr. -εος, τό [~ δίδωμι] lening, uitgeleend geld.

Russian (Dvoretsky)

δάνος: II ὁ макед. Plut. = θάνατος.
εος (ᾰ) τό Anth. = δάνειον.

Greek Monolingual

(I)
δάνος, ο (Α)
ο θάνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. της αρχαίας μακεδονικής διαλέκτου για τον θάνατο].
(II)
το (AM δάνος)
το δάνειο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δάνος πιθ. αποτελεί ονοματικό σχηματισμό από θ. δα- < d∂- (πρβλ. δίδωμι) + επίθ. -νος (πρβλ. άφενος «πλούτη», κτήνος). Κατ' άλλους, ο τ. δάνος συνδέεται με το δατέομαι.

Greek Monotonic

δάνος: [ᾰ], -εος, τό, δανεισμένα χρήματα, δάνειο, χρέος, οφειλή, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

δάνος: [ᾰ], εος, τό, δῶρον, δόμα, Εὐφορ. Ἀποσπ. 89· πνεῦμα λαβὼν δ. οὐρανόθεν Ἐπιτάφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 6287. ΙΙ. κοινῶς = χρήματα δοθέντα ἐπὶ τόκῳ, χρέος, ὀφειλή, Καλλ. Ἐπ. 50, Ἀνθ. Π. παραρτ. 252. (Ἴδε ἐν λ. δίδωμι· πρβλ. τὸ παλαιὸν Λατ. dano, = dono, do.)

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: gift (Euph. 42), loan, debt (Call. Epigr. 48).
Derivatives: δάνειον n. loan (D.) with δανειακός (Cod. Just.), denomin. δανείζω, -ομαι loan, give credit (Att., s. Schwyzer 735 A. 6; hell. also δανίζω), from which δάνεισμα loan (Th.), δανεισμός loan, credit (Att., Arist.) and δανειστής usurer, believer (LXX,) with δανειστικός (Thphr.). - Unclear δάνας μερίδας. Καρύστιοι H.; s. Schwyzer 488.
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [177] *dh₂-nos gift
Etymology: The suffix as in ἄφενος, κτῆνος etc. Brugmann Grundr. 22: 1, 256: to δατέομαι (s. d.), i.e. *dh₂-nos, cf. Skt. diná- divided? (*dh₃-nos from δίδωμι would give *δονος). The word could be foreign.

Middle Liddell

money lent, a loan, debt, Anth.

Frisk Etymology German

δάνος: {dános}
Grammar: n.
Meaning: Gabe (Euph. 42), Darlehen, Schuld (Kall. Epigr. 48).
Derivative: Ableitung δάνειον n. Darlehen (D., Arist. usw.) mit δανειακός (Cod. Just.) und dem Denominativum δανείζω, -ομαι ausleihen, borgen (att., vgl. Schwyzer 735 A. 6; hell. auch δανίζω), wovon δάνεισμα Darlehen (Th., D. usw.), δανεισμός Darlehen, Borgen (att., Arist. usw.) und δανειστής Wucherer, Gläubiger (LXX, NT, Ph. usw.) mit δανειστικός (Thphr., Pap., Plu. usw.). — Eine parallele Form ist δάνας· μερίδας. Καρύστιοι H.; vgl. dazu Schwyzer 488.
Etymology: Im Ausgang zu den sinnverwandten ἄφενος, κτῆνος usw. stimmend, kann δάνος ein suffinales ν enthalten und die Schwundstufe des in δῶρον: lat. dōnum enthaltenen r:n-Stammes repräsentieren (vgl. Curtius Grundz. 237). Anders Fick 1, 238 und 451 Brugmann Grundr. 22: 1, 256: zu δατέομαι (s. d.); vgl. bes. aind. diná- geteilt angebl. = *δανός.
Page 1,347

Mantoulidis Etymological

τό (=δῶρο, χρέος). Ἀπό τό δαίω (=μοιράζω). Δές γιά τά παράγωγά του στό ρῆμα δανείζω.

Translations