αἰγιβότης

From LSJ
Revision as of 15:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526

Greek (Liddell-Scott)

αἰγιβότης: -ου, ὁ τρέφων αἶγας, ἢ ὁ ἐσθιόμενος ὑπὸ αἰγῶν, Ἀνθ. Π. 6. 334.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui nourrit des chèvres.
Étymologie: αἴξ, βόσκω.

Spanish (DGE)

(αἰγῐβότης) -ου pastado por cabras σκόπελος AP 6.334 (Leon.).

Greek Monotonic

αἰγιβότης: -ου, ὁ (αἴξ, βόσκω), αυτός που ταΐζει κατσίκες, ή αυτός που τρώγεται απ' αυτές, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

αἰγῐβότης: ου adj. m дающий пропитание козам (σκόπελος Anth.).