ἄκρηβος

Revision as of 15:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

ον,

   A in earliest youth, Theoc.8.93.

German (Pape)

[Seite 81] in erster Jugend, Theocr. 8, 93.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκρηβος: -ον, ὁ εὑρισκόμενος ἐν τῇ πρωϊμωτάτῃ νεανικῇ ἡλικίᾳ, Θεοκρ. 8. 93.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est dans la première jeunesse.
Étymologie: ἄκρος, ἥβη.

Spanish (DGE)

-ον
que está en la flor de la juventud, Trag.Adesp.656.18, νύμφα Theoc.8.93.

Greek Monotonic

ἄκρηβος: -ον (ἄκρος, ἥβη), αυτός που βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο της νεαρής ηλικίας, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄκρηβος: совсем юный Theocr.