στάδιο

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source

Greek Monolingual

το / στάδιον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σπάδιον, πληθ. και ετερόκλ. στάδιοι, οί, Α
1. (στην αρχαιότητα) α) μονάδα μήκους ίση, κατά τον Ηρόδοτο, με 100 οργιές και 6 πλέθρα, που ισοδυναμούν με 184, 87 σημερινά μέτρα (α. «εἰς κώμην ἀπέχουσαν σταδίους ἑξήκοντα», ΚΔ- β. «τὸ περίμετρον τῆς περιόδου εἰσὶ στάδιοι ἑξακόσιοι καὶ τρισχίλιοι», Ηρόδ.)
β) αγώνας δρόμου που διεξαγόταν στην παραπάνω απόσταση (α. «τὸ στάδιον ἐνίκα Εὐβότας», Ξεν.
β. «σταδίου δρόμος», Πίνδ.)
2. χώρος ειδικά διαρρυθμισμένος για τη διεξαγωγή αγώνων δρόμου και άλλων αγωνισμάτων (α. «Παναθηναϊκό Στάδιο» β. «ἐν τῷ σταδίῳ ἐνθαρρύνας τὸν Νέστορα», Μηναί)
νεοελλ.
1. ναυτ. μονάδα μέτρησης θαλάσσιων αποστάσεων ίση με το 1/10 του ναυτικού μιλίου ή 182, 20 μέτρα, στην πράξη όμως λαμβανόμενη ίση με 200 μέτρα, κν. γουμενιά
2. (παλαιότερα) το χιλιόμετρο
3. επάγγελμα ή άλλο κύριο έργο με το οποίο απασχολείται κανείς καθώς και το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, σταδιοδρομία (α. «ακολούθησε το διπλωματικό στάδιο» β. «το πολιτικό του στάδιο έχει πλέον λήξει»)
4. φάση, βαθμίδα στην εξέλιξη μιας ενέργειας ή ενός φαινομένου (α. «η υπόθεση έχει περάσει από πολλά στάδια» β. «η νόσος διέρχεται το κρίσιμο στάδιό της»)
5. βοτ. οποιαδήποτε διακριτική φάση αύξησης ή ανάπτυξης ενός οργανισμού
6. φρ. «κατὰ στάδια» — σταδιακά, βαθμιαία, κλιμακωτά
μσν.-αρχ.
1. αμφιθέατρο ως χώρος μαρτυρίου τών μαρτύρων
2. μτφ. α) ο κόσμος («ὁ ἐν τῷ μεγάλω σταδίῳ, τῷ καλῷ κόσμῳ, τὴν ἀληθινὴν νίκην κατὰ πάντων στεφανούμενος τῶν παθῶν», Κλήμ. Αλ.)
β) ο τωρινός βίος, η παρούσα ζωή (α. «στάδιον δὲ ὁ κοινὸς τῶν ἀνθρώπων βίος», Γρηγ. Νύσσ.
β. «ὁ τὸν παρόντα αἰώνα στάδιον δικαιοσύνης ἐνστησάμενος», Πράξ. Αποστ.)
αρχ.
1. επίπεδος και ανοιχτός χώρος κατάλληλος για όρχηση («στάδια χλοερὰ πρὸ Παλλάδος ναῶν», Ευρ.)
2. περίπατος σε κήπο
3. φρ. α) «ἐν σταδίοις» — σε αμφιθέατρο επιγρ.
β) «ξύλινον στάδιον» — άβακας, πίνακας, ταμπλώ για παιχνίδι με πεσσούς, με πούλια (Ανθ. Παλ.)
γ) «ἑκατὸν σταδίοισιν ἄριστος»
μτφ. εκατό φορές άριστος, υπερβολικά άριστος (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. παράγεται από το επίθ. στάδιος και εντάσσεται στην οικογένεια του ἵστημι, οπότε στη λ. θα πρέπει να αποδοθεί η αρχική σημ. «αυτό που είναι μετρημένο, στερεωμένο, παγιωμένο». Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, ο δωρ. τ. σπάδιον προέρχεται από το στάδιον με ανομοιωτική τροπή του οδοντικού -τ- σε χειλικό -π-. Αντίθετα, κατ' άλλη άποψη, αρχικός θεωρείται ο τ. σπάδιον, που συνδέεται με την οικογένεια του σπάω (πρβλ. λατ. spatium), ενώ ο τ. στάδιον έχει σχηματιστεί με παρ ετυμολογική επίδραση του επιθ. στάδιος. Η Λατινική έχει δανειστεί τον τ. stadium].