οἰκείως

From LSJ
Revision as of 00:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

οὐκ ἔστ' ἀλώπηξ ἡ μὲν εἴρων τῇ φύσει ἡ δ' αὐθέκαστος → foxes are not one of a treacherous nature and the other straightforward, the nature of foxes is not for one to be treacherous and the other straightforward

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
familièrement : οἰκείως ἔχειν τινί, πρός τινα ou χρῆσθαί τινι οἰκείως XÉN avoir avec qqn des relations familières ou intimes;
Cp. οἰκειότερον, Sp. οἰκειότατα.
Étymologie: οἰκεῖος.

Greek Monotonic

οἰκείως: βλ. οἰκεῖος Α.

Russian (Dvoretsky)

οἰκείως: 1) подходящим образом, как следует (λέγεσθαι Plat.);
2) благожелательно, дружественно (διακεῖσθαί τινι Xen. и πρός τι Polyb.);
3) по-дружески, по-приятельски, запросто (ἔχειν πρός τινα Thuc.; χρῆσθαί τινι Polyb.; διαλέγεσθαί τινι Thuc.).