ὑπέρθυρον
From LSJ
Παθητός (ποθητός) ἐστι πᾶς τις εὐπροσήγορος → Facile alloqueris omnem, qui passu'st mala → Leicht ansprechbar ist jeder, der gelitten hat
Greek Monotonic
ὑπέρθῠρον: τό, = το προηγ., σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρθῠρον: τό верхний дверной брус, притолока Her., Arst., Plut.