εἰσιδεῖν

From LSJ
Revision as of 08:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source

Greek (Liddell-Scott)

εἰσῐδεῖν: Ἐπ. εἰσῐδέειν, ἀπαρ. τοῦ ἀορ. εἰσεῖδον: ἴδε εἰσοράω.

Greek Monotonic

εἰσῐδεῖν: Επικ. -ιδέειν, απαρ. αορ. βʹ του εἰσεῖδον· βλ. εἰσοράω.

Russian (Dvoretsky)

εἰσιδεῖν: ион. Aesch. ἐσιδεῖν, дор. εἰσιδέειν inf. aor. 2 к εἰσοράω.