Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind
Menander, Monostichoi, 379
French (Bailly abrégé)
v. σάος.
English (Autenrieth)
see σάος.
Greek Monotonic
σαώτερος: συγκρ. του σάος.
Russian (Dvoretsky)
σαώτερος: compar. к * σάος.