ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
εὐνῆφι: εὐνῆφιν, Ἐπικ. γεν. ἑνικ. καὶ πληθ. τοῦ εὐνή.
gén. épq. de εὐνή.
εὐνῆφι: -φιν, Επικ. γεν. ενικ. και πληθ. του εὐνή.
εὐνῆφι: (ν) эп. gen. sing. и pl. к εὐνή.