κεκάλυμμαι

Revision as of 09:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

French (Bailly abrégé)

v. καλύπτω.

Greek Monotonic

κεκάλυμμαι: Παθ. παρακ. του καλύπτω· κεκάλυπτο, γʹ ενικ. Επικ. υπερσ. κέκᾰμον, Επικ. αόρ. βʹ του κάμνω· κεκάμω, υποτ.· γʹ πληθ. κεκάμωσι.

Russian (Dvoretsky)

κεκάλυμμαι: pf. pass. к καλύπτω.